Αυτό το ιστολόγιο δημιουργήθηκε προς τιμήν του χωριού μας, του Βλασίου. Το Βλάσι αποτελείται από ένα συνονθύλευμα σπιτιών εγκλωβισμένο σε μια πράσινη όαση, ζωντανή απόδειξη ότι η φύση έχει μείνει αναλλοίωτη σε κάποια μέρη του πλανήτη μας. Το χωριό μας στοιβάζεται στους πρόποδες του βουνού που φέρει το όνομα Καράβα. Το πανέμορφο τοπίο μας προσφέρει γαλήνη και τη δυνατότητα να ξαναέρθουμε σε επαφή με τη φύση. Αφιερώνουμε λοιπόν το ιστολόγιο αυτό στο Βλάσι και προσπαθούμε να το φέρουμε 'κοντά' σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να το επισκέπτονται συχνά. Τέλος, επιθυμούμε να διατηρήσουμε το ιστολόγιο μακριά από πολιτικές, θρησκευτικές και άλλες αντιπαραθέσεις οι οποίες δε συνάδουν με το πνεύμα του.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Αργιθεάτικη Διάλεκτος

 

τελευταία ανανέωση 22.45 

Αγάνι = η κορυφή του σιταριού με το καρπό

Αγγειό = δοχείο , σκεύος κουζίνας

Αγκιλώθκα = καρφώθηκα από αγκάθι

 Αγρίδες = τα άγουρα σταφύλια

Αθημονιά =σωρός (από θερισμένο στάρι , καλαμποκιά ή ξερό κλαρί)

Ακουρμένομαι = ακούω με προσοχή

Αλάνταβος = απρόσεκτος

Αλάργα = μακριά

Αλαταριά = πέτρα με μεγάλη επιφάνεια που βάζουν αλάτι να τρώνε τα ζώα

Αλιά=αλοίμονο, τριφτάρι=πέτρα που τρίβαν το αλάτι

Αλιμουριάζω = πνίγω κάποιον με τα χέρια

Αλισίβα = στάχτη με νερό για λούσιμο και καθαριότητα

Αλύχτισμα = γαύγισμα σκύλου ή αλεπούς

Αμούντι (έγινε) = εξαφανίστηκε

Αμπούκα = μάγουλο

Αμπούριασε = γέμισε καπνό

Αναβερβέρξα = ανατρίχιασα

Αναδεχτός - ή = το βαφτιστήρι

Αναμέρα = κάνε στην άκρη

Αναπιάνω =ετοιμάζω το προζύμι

Ανασκλώθκα = έπεσα ανάσκελα

Ανεβατίζω = ζυμόνω ψωμί σταρένιο

Αντράλα ή ντράβαλος ή ντράβαλα = φασαρία

Απεριλόητος = βρωμιάρης

Απίστωμα = μπρούμητα

Απομόθκα = έπαθα ασφυξία

Από μούρτου = κατά πάνω

Αποξούλια = απ΄έξω

Απόστασα = κουράστηκα

Απουκουντριασμένο = χαζό , δεν καταλαβαίνει τίποτα , βρίσκεται στο κόσμο του

Άπουπούι = ( επιφώνημα σχετλιαστικό που δηλώνει έκπληξη )

Αραβάνι = άλογο που περπατά με πλαγιοτροχασμό

Αργάζω = προετοιμάζω

Αρίδα = πόδι , τρυπάνι

Αρμάθα = πλέξιμο κρεμμυδιών και σκόρδων

Αρμαθιά = η σειρά

Αρτένομαι = δεν νηστεύω

Αρτμή = υπόλοιπο από το τυρί (υγρό)

Αστρέχα = το περιθώριο της στέγης που προεξέχει

Αυγατάω = συμπληρώνω , προσθέτω

Αφανταλιά = ξάφνιασμα

Αφάντιασμα = σκιάχτρο

Άφτο = άφησέ το

Αχούλιασμα = ηχηρός μακρόσυρτος αναστεναγμός

Βάβο = γιαγιά

Βαΐζω =γέρνω

Βάκισμα = χτύπημα

Βακούφικο = περιουσία της εκκλησίας

Βαντάκια = δεμάτια απο καλαμποκιές

Βαρκό = τόπος με λίγο νερό

Βελανίζομαι = περιφέρομαι ασκόπως

Βερβερίζω = τρομάζω, πανικοβάλλομαι

Βερέμκο = στραβό,δεν είναι ίσιο

Βετούλι = κατσίκι που δεν χρόνιασε

Βιδούρα = ξύλινο δοχείο χωριτικότητας 20 οκάδων

Βίτσα = βέργα

Βιτσέλα = δοχείο

Βολά = φορά

Βούγγα = παιδικό παιχνίδι θορυβώδες

Βούγγος = γρήγορα

Βούριαξε(η γουρούνα) = έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα

Βουτσώνω = θυμώνω

Βριζώνια = δίχτυ για μεταφορά αχύρου

Γαλάρι = προαύλιο για τα γαλακτοφόρα ζώα

Γαλάρια = αυτή που έχει γάλα

Γαυρίδα = είδος δέντρου

Γεννήματα = δημητριακά

Γηροκόμιο = ηλικιωμένος άνθρωπος που χρειάζεται φροντίδα

Γιαννιώτης = ο βόρειος άνεμος

Γιατάκι = πρόχειρο κρεβατι

Γίκος = σορός από χοντρά ρούχα (φλοκάτες κ.ά.)

Γιόμα = πριν το μεσημέρι,κολατσιό

Γιουρούκι = ατσούμπαλος , φασαριόζος

Γκανιάζω = κλαίω γοερά

Γκέσα = μαύρη γίδα

Γκορτζιά = αγριοαχλαδιά

Γκούσια = διόγκωση του θυροειδούς αδένα

Γκριντάλι = ο ψηλός άνθρωπος

Γλαβανή = το άνοιγμα στη ψευδοροφή

Γνολίθι = λιθάρι της γωνιάς

Γουμίδια = είδος μαγειρίτσας

Γράδα = μπλέξιμο , μονάδα μέτρησης αλκοόλ

Γράδωσα = έμπλεξα , πιάστηκα κάπου χωρίς τη θέλησή μου

Γρέκι = τόπος όπου κοιμούντε τα γίδια ή τα πρόβατα

Γρέντζελα = αγριοστάφυλα

Γρούμπιασα = καμπούριασα

Γρουμπούλι =εξώγκομα

Γούτσια = ρόκες που δεν έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξη τους

Γωνιά = το τζάκι

Δημοσά = δρόμος για αυτοκίνητα

Διαλέγω = καθαρίζω, αποφλοιόνω

Διαούρτι = γιαούρτι

Διάσελο = ραχούλα

Διάστρα = εξάρτημα του αργαλειού

Διπλάρκα = δίδυμα

Δραγάτσι = ταγάρι 

Εκειό = εκείνο

Έρμο = μοναχό

Ζα (τα) = τα ζώα

Ζάβατος = δάσος καστανιάς

Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο

Ζαγκανάω = κουνάω

Ζαγκλαβάνι = ενοχλητικός

Ζαλίγκα = στη πλάτη

Ζαλίγκι = το φόρτωμα που μπαίνει στη πλάτη

Ζαράλι = ελλάτωμα σωματικό ή νοητικό

Ζάφι = παράσιτο (κάτι σα σκουλίκι) που δημιουργείται στα ισχνά αρνοκάτσικα

Ζεβζέκι = ο σκανδαλιάρης, μικροκαμωμένος

Ζέχνω = βρωμάω

Ζήβα = σβήσε

Ζητάει (η γίδα) = επιθυμία του ζώου για ζευγάρωμα

Ζίγρα = λόχμη, κλειστή δασώδης περιοχή

Ζλάπι ή ζουλάπι = άγριο ζώο ( κυρίως για λύκο )

Ζμάχια = παράσιτα (κυρίως δένδρων) που ευνοούνται από την υγρασία

Ζόδι = θυμός

Ζούδι = ονομασία για ερπετά ή έντομα

Ζουλιασμένο = πατημένο

Ζούπα = πίεσε

Ζουχνάω = σπρώχνω

Ζυματούρα = είδος φαγητού

Ζώστρα = λουρί που ζώνουν το άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι

Θειαμένομαι = απορώ μαζί σου

Θερστής = ο μήνας Ιούνιος

Θράκα = αναμένα κάρβουνα

Θρασίμι = ψοφίμι

Ίγκλες = ειδικές λουρίδες που μπαίνουν στα πόδια άγριου αλόγου για ημέρωμα

Ιδιάζω = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό

Κάηκε (η γίδα) = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα

Κακαράντζες = τα"κακά" της γίδας ,του λαγού

Καλέσματα = τα προσκλητήρια

Καλοπίχερα = εύκολα

Καλοσκέρσα = πρωτοδοκίμασα γεύση από τη νέα σοδειά

Καμούτα = θεατρινισμός ,νάζι

Καναβιά = τριχιά

Κανούτος = σταχτής (συνήθως για ζώα) 

Καραούλι = παρατηρητήριο ,σκοπιά

Κάργας = παλικαράς

Καρδιλέγκος = λάρυγγας

Καρκανιδιάζω = καίγομαι πολύ

Καρκολόϊμα = κακάρισμα κότας

Καρκώθκα = στραβοκατάπια ,μου στάθηκε κάτι στο λαιμό

Καρούτα = ξύλινο δοχείο για τα σταφύλια

Καρόφλα = τα φύλλα της καρυδιάς

Κασαβέτι = πρόβλημα ,στενοχώρια

Καταγάργαλα = κορυφή ,κατακόρυφα

Κατακέφαλο = καρπαζιά

Καταντιά = καλή κατάσταση , ξεπεσμός

Καταχεριάζω = χτυπάω με τα χέρια

Κατκιά = στάβλος , καλύβι

Κατσαπλιάς = ο αδιάφορος

Κατσούλα = κουκούλα Καϋπιώνω=κρύβω, υπεξαιρώ

Κεφαλάρι = το ακαλλιέργητο τμήμα μεταξύ δύο χωραφιών

Κεφαλαριά = πονοκέφαλος

Κεφτεντές = κομμάτι ξύλο για τεμάχισμα κρέατος

Κίκαρη = φλυτζάνι του καφέ

Κιλμπάσια =έντερα και στομάχι

Κιό = ναι αλλά όμως , μα αφού

Κλαπατσίγκανα = τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού

Κλιορεύω = κοιμάμαι

Κλιτσνάρια = πόδια

Κλοτσοτύρι =παράγωγο ξυνόγαλου

Κόθρος = γωνία , τα ακριανά κομμάτια πίτας ή γλυκού

Κοκκόσες = καρύδια

Κολιάστρα = πρωτόγαλα ( πλούσιες σε πρωτεΐνες κι ανοσοποιητικές γλοβουλίνες )

Κολοκούρσμα = κούρεμα προβάτου

Κοντό = πουκάμισο

Κορφίγκι = το πρώτο γάλα (χοντρό)

Κοτάω = τολμώ

Κότσαλο = το κοτσάνι που μένει όταν ξεσπυριστεί το καλαμπόκι

Κουκουμπέλες = μανιτάρια

Κουκουμπλιώμαι = πηδάω για να φτάσω κάτι

Κουμάσι = το σπιτάκι του γουρουνιού

Κουντράω = χτυπάω ή σπρώχνω με το κεφάλι

Κουρδουμπούλι = σβόλος

Κουρκουζώητος = αυτός που ζεί πολλά χρόνια

Κουρκούλια = μικρές πέτρες

Κούσαλο = καταβεβλημένος άνθρωπος, γέροντας

Κουσεύω = περιπλανιέμαι

Κουσί = γρήγορα

Κουσούλτο = σχέδιο

Κουστέκια = σχοινιά για να συνηθίσει το άλογο στον πλαγιοτροχασμό

Κουτέλι = σκυλί που τριγυρίζει άσκοπα

Κουτιρίτσα = μικρή σαύρα σκουρόχρωμη

Κουσάνα = γυναικεία κοτσίδα

Κούτσκου = μικρό

Κραίνω = φωνάζω

Κραμποκούκι = είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι

Κρεμάδα = ολοκλήρωση εργασίας (απαλλαγή), αρμαθιά καλαμποκιού κρεμασμένη

Κρεμαντζουλίστκα = κρεμάστηκα από τα χέρια

Κριτσιανάω = τρίζω

Κριτσίλωσε = στράβωσε

Λάγανο = βράχνιασμα από δυνατές φωνές ή πολυλογία

Λαγκιόλι = ελλάτωμα

Λαΐνα = πήλινο δοχείο

Λάκα = επίπεδο τμήμα εδάφους

Λακάω = φεύγω γρήγορα

Λαουτιάζω = λουφάζω

Λάρωσε = ησύχασε , μη μιλάς

Λατανάω ή λατανίζω = ταλαιπωρώ, κουράζω

Λατζοκόβω = ανυπομονώ

Λατσούδα = κλαδί από έλατο

Λειανοφάσλα = φασόλια μικρά ( αμπελοφάσολα)

Λειάνσα = τεμάχισα

Λέτρο = χλιαρό νερό σύν λίγο αλάτι και πίτουρο που το δίναν σε γεννημένη γίδα ή προβατίνα ή και στα μικρά νεογέννητα.

Λέσιο = αδύνατο ζώο

Λιμασμένο = το πολύ πεινασμένο

Λισγάρι = πολύ ψηλό

Λιτάρι = σχοινί

Λοβιάζω = βρωμίζω

Λοιμπά = τα λιόκια (όρχεις)

Λούρα = βέργα

Λτσέκι = μονάδα βάρους (20 οκάδες) κυρίως για δημητριακά

Λυκοτίνια = μικρά αρνιά

Μακελεύτηκα = χτύπησα πολύ άσχημα

Μαλτέζικο = καλή ράτσα αμνοεριφίων

Μανάρι = αρνάκι που έχει ιδιαίτερη περιποίηση

Μαναφλίκια = κουτσομπολιά

Μαξούμι = μικρό παιδί

Μαργώνω = κρυώνω

Μαρκάλος = ζευγάρωμα ζώων

Μάσια = μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τη φωτιά στο τζάκι

Μάσινα = καλύβα

Ματσαραγγιά = ξεγέλασμα , εξαπάτηση , κοροϊδία , παραπλάνηση , εμπαιγμός

Ματσάστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση

Μαυλάω = καλώ το ζώο να έρθει κοντά μου

Μούγκρο = νεαρά μπουμπούκια απ τις βελανιδιές

Μουνούχι = το τεχνικά στειρωμένο

Μουτλάκου = οπωσδήποτε , χωρίς άλλο , σώνει και καλά

Μπαϊκούσι = παγούρι απο αλουμίνιο που έβαζαν το τσίπουρο στους γάμους (απο τον κατασκευαστή Μπαϊκούση)

Μπάλα = μέτωπο , κούτελο ,(μι βάρσει ου ήλιους κατάμπαλα)

Μπαλατσάρσα = παλάβωσα

Μπαχλατάω = πολυλογώ (λέω πολλά χωρίς αξία)

Μπερμπεκάω = ξεδιαλέγω ,ψάχνω γύρω από τα δένδρα για καρπούς πεσμένους

Μπικιόνι = τσίγκινο ποτήρι

Μπιρμπελόνια = είδος φαγητού (ζυμαρικό)

Μπιτ = καθόλου

Μπιχειρ'ιζομαι= καταπιάνομαι, απο το επιχειρώ.

Μπιχτιά = πολύ απότομη κατηφόρα

Μπλαθρί = χοντρό

Μπλαντζάστκα = ανταμώθηκα

Μπλιόρι = τράγος από ενός έως δύο ετών

Μπλιτσανάω = χτυπάω με τα πόδια το νερό

Μπούγλα = μεταλλικό δοχείο λαδιού

Μπουρμπουτσέλι = γενικά τα άγνωστα μικρά έντομα

Μπουχός = σκόνη

Μπράσκλα = πολύ μεγάλος βάτραχος

Μπρέτσικος = ο ευέξαπτος άνευ λόγου και αιτίας

Μπρίζω = κλαίω δυνατά

Μπριντζλίνες = το χαλαρό δέρμα το πλαδαρό

Μστόβλακος = χαζός

Μπουχαρί = (μουχαρί) η καμινάδα εσωτερικά

Νάμου = δώσε μου

Νείλα = πανωλεθρία , καταστροφή

Νικροσκούτ = σάβανο, (μεταφ. ο άχρηστος)

Νογάω = καταλαβαίνω

Νόρλος = ουρά

Ντάβανος = είδος εντόμου

Νταλάκι = σαμιαμίδι

Ντιπ = με όλη τη σημασία της λέξεως , στη κυριολεξία

Ντορβάς = ταγάρι υφαντό

Ντορός = ίχνος

Ντουμοσιάρα (γίδα ή προβατίνα) = κακομαθημένη, αυτη που εγκαταλείπει το κοπάδι και τρέχει στις καλλιέργειες

Ντουρλώνω = στήνω

Ντράβαλος = φασαρία Ντρολάπι = δρόλαψ, χιονόνερο

Ντρόχαλα = χοντρές πέτρες

Ξαγάρι ή ξάι = αμοιβή του μυλωνά από το άλεσμα

Ξάγναντο = ξέφωτο

Ξάι = ένα φορτίο ίσο με το φορτίο ενός φορτηγού ζώου(80 οκάδες)

Ξαμώνω = τεντώνω το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον

Ξεζάρκοτος = γυμνός

Ξεκλέτζωνος = πολύ ψηλός

Ξεκλιτσινιάστκα = άνοιξαν πολύ τα πόδια μου

Ξελαμπαδιάζω = αποκαλύπτω , δημοσιοποιώ πράξεις κάποιου ενώπιόν του

Ξεμουτόχου = επίτηδες , αποκλειστικά ,επί τούτου

Ξεμπριστουριάστκα =(μεταφ.)ο έμμετος,έβγαλα τα συκότια μου

Ξεμτσουνιάσκει= χτύπησε πολύ στο πρόσωπο

Ξεντραχτώθκα = διαλύθηκα

Ξέρακας = ξερό δέντρο

Ξεσκλίστκα = έσκισα τα ρούχα μου

Ξεστρίφτκα = εξαντλήθηκα

Ξετσαουλιάστκα = μου φύγαν τα σαγόνια απ' το χασμουριτό

Ξετσιώνιασε = αλήτεψε

Ξιμπλέτσοτη = η προκλητικά ντυμένη από τη μέση και πάνω

Οβολιός = σωρός από πέτρες

Οδίζω = μοιάζω με άλλον

Ορσίδα = κανάλι στη πλαγιά του βουνού από το οποίο μετά από βροχή ή χιόνι παρασύρονται πέτρες

Ουβάσ(ου) = σώπασε ,μη μιλάς ,λάρωσε

Όχτος = φυσικό χωμάτινο αντέρεισμα (ένας μικρός γκρεμός)

Όψιμο = άργησε να ωριμάσει

Παλιοσπόρια = είδος φαγητού

Παπαδέλες = καθαρισμένα κάστανα ψημένα ή βρασμένα Παρακαλιά = αλληλοβοήθεια

Παρασάνταλος = ανάπηρος ,γενικά αυτός που έχει άσχημη όψη

Παρασόλησα = φοβήθηκα απότομα ,τρόμαξα

Πατλιά = μεγάλο αγκάθι που μπαίνει στα πόδια

Παχνί = ταΐστρα

Περδικούλα(μεταφ.) = ψυχή , (το λέει η περδικούλα του)

Περονιάζω = διαπερνώ

Πέτρα = το φύλλο της πίτας ή του μπακλαβά

Πετρόβεργο = το ξύλο για το άνοιγμα φύλλου πίτας ή γλυκού , ο μπλάστρης

Πιστρώνομαι = κάθομαι

Πλακανίδα = επίπεδη πλάκα μεγάλων διαστάσεων

Πλαστός = χορτόπιτα με ζύμη καλαμποκάλευρου

Πλαχούρας = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά

Πλίματα = υπολείματα φαγητού

Πλόχερο = χούφτα του ενός χεριού

Πόντζι = ρόφημα για το κρυολόγημα (ζεστό τσίπουρο με ζάχαρη)

Πούντα = κρύωμα

Πουριά = μικρό πέρασμα για ζώα

Πουτινός = ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή

Πουτσαρίνα = γεροδεμένη δραστήρια γυναίκα

Πουτσαρούλας = απαξιωτική προσφώνηση σε άντρα

Πρατίνα = προβατίνα

Πρατόγαλο = γάλα προβατίνας

Πρέντζα = κλωτσοτύρι

Πρίσκαλα = άγρια σύκα

Προγκάω = τρομάζω ένα ζώο για να φύγει

Πρόπσα = πρόλαβα

Προστλαΐνω = βυζαίνω τα μικρά αρνιά

Πρώιμο = ωρίμασε πριν την ώρα του

Πτιά = στομάχι μικρού αρνιού ή κατσικιού

Πυρουμάδα = φέτα καλαμποκίσιου ψωμιού ζεσταμένη στο τζάκι

Ρακογυάλι = μικρό γυάλινο ποτηράκι για κέρασμα

Ρασεύω = τριγυρίζω

Ριγανέλα = είδος τριχιάς

Ρικουμανάω = φωνάζω δυνατά, (από το ρέκος) ρεκάζω.

Ρογκαλιάστκα = τρυπήθηκα από κομμάτι ξύλου 

Ρόκα = καρπός καλαμποκιάς

Ροκιά = φυτό καλαμποκιάς από το καρπό και πάνω

Ρούσσα = κοκκινόξανθη

Ρουχνάω = ροχαλίζω

Ρυμουσέλι = έρμο , χωρίς αφέντη - κύριο

Σαγάνι = τσίγκινο πιάτο , τηγάνι

Σαδέ = ειδάλλως

Σακοτρύπι = αγκάθι Σαλαγάω = κατευθήνω το κοπάδι

Σαλιβάρι = ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα του κατσικιού για να μη βυζαίνει

Σαούριασε = σώπασε , βγάλε το σκασμό

Σαρμανίτσα = κρεβάτι βρέφους (κούνια)

Σαρώνω = σκουπίζω

Σβάρνα = εργαλείο του ζευγολάτη

Σβαρνίστκα = σύρθηκα

Σβόερας = δραστήριος , ανήσυχος

Σβουνιά = ακαθαρσία (τα κακά) της αγελάδας

Σέπωμαι = σαπίζω

Σερκό = αρσενικό

Σέρπετο = σαύρες , σκορπιοί ,γενικά τα πολύποδα

Σιαχλασμένο = χαλασμένο

Σιλπί = ψαροπαγίδα (κυρίως για πέστροφες )

Σιμά = κοντά

Σκαμνιά = μουριά

Σκαπετάρσα = ξέφυγα

Σκερεύω = Τακτοποιώ, νοικοκυρεύω

Σκέριο = νοικοκυριό

Σκιάζομαι = φοβάμαι

Σκλέντζα = παιδικό παιχνίδι

Σκούπρα = σκουπίδια

Σκρούμπος = καμένο

Σομπολιάζω = ταιριάζω

Σούμπρα = καρυδόψιχα

Σούρλα = η μύτη του γουρουνιού

Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα

Σπλόνι = είδος χόρτου με φαρμακευτικές ιδιότητες

Σπρούχνη = η στάχτη με αναμμένα κάρβουνα

Σταλικομένος = καθηλωμένος

Στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι

Στέρφος-α = στείρος-στείρα

Στεφάνι = γκρεμός

Στουμπιά = πέτρα για πετροβόλημα

Στουμπίστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση , ματσάστκα

Συγχαρίκια = αμοιβή σε κάποιον που φέρνει καλά νέα

Συμπράγκαλα = αποσκευές

Συνγκεριάζω = τακτοποιώ

Συντελεύτκα = καταστράφηκα πλήρως

Συρμή = κρυολόγημα

Σφαλαγγούδια = αράχνες

Σφίχτκα = έτρεξα

Σφούνι = το ακροφύσιο η απόλυξη της κάναλης του νερόμυλου

Τάβλα = τραπέζι

Ταπίστομα = μπρούμητα

Ταχειά = αύριο

Τένγκι = ξύλινη κατασκευή για τη συσκευασία του τριφυλλιού σε δέμα (μπάλα)

Τζούφλια = μάτια

Τλουπώνομαι = τυλίγομαι με ρούχα-σκεπάσματα

Τλώθκα = σφίχτηκα

Το κόβω δίπλα= πάω για ύπνο

Τρανός = μεγάλος

Τραπέτσι = ξινό

Τράω = κοιτώ ,βλέπω

Τριβαλιάζω = τσακίζω

Τριφτάρι = πέτρα ποταμίσια που τη χρησιμοποιούν για να τρίβουν αλάτι κ.ά.

Τσακατόρα = εργαλείο που προκαλεί θόρυβο για να απομακρυνθούν επιβλαβή ζώα

Τσακνάκι = μικρό πολύ λεπτό κλαράκι

Τσακναρίδα = αυτή που έχει πολύ λεπτά πόδια

Τσακτσίρα = παντελόνι παραδοσιακής στολής

Τσαλακατιώνται = λογομαχούν έντονα

Τσαλαφούτι = παράγωγο πρόβειου γάλακτος

Τσαντίλα = πανί για το στράγγισμα του τυριού

Τσαούλι = η κάτω γνάθος

Τσάρκος = χώρος στο μαντρι για μικρά αρνάκια

Τσατμάς = διαχωριστικό δωματίου από άχυρο , λάσπη και ξύλα

Τσάχαλο = σκουπίδι

Τσεκουρώνω = χτυπώ με το τσεκούρι - (μεταφ. δίνω την κατάλληλη απάντηση)

Τσέργα = φλοκάτη

Τσέρμιασμα = μούδιασμα

Τσιακλατάω = χτυπάω τα αυγά

Τσιαμπαλούκια = μαλλιά

Τσιλόνι = άχρηστο ρούχο

Τσοκάνισμα = τρόπος στειρώσεως ζώου

Τσόκος = …ανδρικό μόριο

Τσόλι = χαλί υφαντό από μαλλί τράγου ή γίδας

Τσουγκανιάζομαι = εγκλωβίζομαι σε γκρεμό

Τσουγκάρι = βραχώδης γκρεμός

Τσούκνα = το κολλημένο φαΐ στη κατσαρόλα

Τσουμαλίζω = τρώω

Τσουμανίκι = μπαστούνι

Τσουπελάκα = πράσινη σαύρα

Τσουρέπια = κάλτσες χοντρές πλεκτές

Τυρολόγος = ασκί γεμάτο τυρί

Τφάνι = περαστικό ψιλόβροχο ή μπόρα της στιγμής

Ύστερη = τελευταία

Φακιόλες = είδος καλαμποκιού (ποπ-κορν)

Φάκλα = πολύ ζέστη

Φανέστρα = μικρό παράθυρο πάνω στο ήδη υπάρχον (φινιστρίνι)

Φαρί = άλογο (αραβική λέξη)

Φαρφάλα = φουσκάλα στο δέρμα

Φερνό = ανοιχτό

Φιλεύω = κερνώ

Φιλί = κομμάτι

Φκάρι = κέλυφος

Φκαροβύζα = με μεγάλες θηλές (κυρίως για γίδα)

Φλάτο = παλαβομάρα

Φλέσερα = πεσμένα φύλλα από δέντρα του λόγγου

Φλιά = δώρο

Φλιντούρξε = πέταξε στον αέρα

Φλιντράω = πετάω

Φόλι = το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά της κότας

Φόντα = από τότε

Φουρδακλιάσκα = κάηκα, ανέπτυξα φλύκταινες

Φταίξος = ο υπαίτιος , αυτός που φταίει

Χαλεύω = ζητώ

Χαμοκέρασο = αγριοφράουλα

Χαμχούϊας = ηλίθιος ,χαζός

Χατήλι = η γωνία που σχηματίζετε από τη σκεπή και τον τοίχο εσωτερικά του σπιτιού

Χαύδα = στάση καθήμενης γυναίκας( με ανοικτά τα πόδια).

Χειμαδιά = τόπος που συγκεντρώνονται τα κοπάδια το χειμώνα

Χλιάρι = κουτάλι

Χλίβομαι = βασανίζομαι

Χλιμάρες = δουλειές

Χλιμένος = βασανισμένος ,κακομοίρης

Χνέρι = ρεζιλίκι

Χόβολη = ζεστή στάχτη

Χουϊάζω = φωνάζω δυνατά , μαλώνω

Χουχτάω ή χουχουτίζω = φωνάζω για να διώξω τα άγρια ζώα

Ψαρί = γκριζωπό

Ώκ'ι = πρόσταγμα για άλογο (από το ομηρικό Ωκύς = ταχύς, ωκύτης =ταχύτης ) ...

2 σχόλια:

  1. Εγώ πίστευα ότι εμείς μιλούσαμε φυσιολογικά και όλοι οι άλλοι ήταν με το περίεργο ιδίωμα. Χαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τελικά μήπως χρησιμοποιούμε εμείς τώρα λάθος γλώσσα...;

    ΑπάντησηΔιαγραφή