Το παρακάτω κείμενο αποτελούν επιλεγμένα αποσπάσματα του Βασίλη Κάμπα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ''Ψηλά βουνά'' (τεύχος 7, Δεκέμβριος 2004) και αναφέρονται στα έθιμα των περιοχών της Ανατολικής Αργιθέας, όπου βρίσκεται και το χωριό μας.
[...] Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων που αρχίζουν απ' «του Χριστού» και τελειώνουν τ' Αϊ Γιαννιού έχουν ξεχωριστή σπουδαιότητα.
Μέσα σ' όλες τις εκδηλώσεις (ήθη-έθιμα) του Δωδεκαήμερου διαβλέπουμε και τον Αργιθεάτη-άνθρωπο που βρίσκεται πίσω απ' αυτές.Επειδή η περιοχή είναι ορεινή και άγονη, οι δε κάτοικοι της είναι επί το πλείστον κτηνοτρόφοι κι ελάχιστα ασχολούνται και με τη γεωργία είναι φυσικό οι γιορτές και τα έθιμα να παίρνουν μια ανάλογη έκφραση. Ετσι βλέπουμε τα ήθη και έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Αργιθέα να έχουν μια βαθειά σχέση με τις ασχολίες των κατοίκων της δηλαδή την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
Οι προετοιμασίες για τις γιορτές του Δωδεκαήμερου αρχίζουν μια περίπου βδομάδα πριν «του Χριστού». Το ύφα-μα το ράψιμο το κέντισμα κι άλλες «άρ-γιτες» δουλειές έπρεπε να συμμαζω-χτούν πριν «τα Χριστού». Ακόμα οι γυναίκες και τα κορίτσια θα πάνε στο μύλο «τ' αλέσματα» το καλαμπόκι και το στάρι πριν τις γιορτές. Επρεπε νά-χει το σπιτικό αλεύρι καλαμποκίσιο για όλες τις μέρες για τις μπομποτίσες κλούρες, το κατσιαμάκι και τα μοσκο-μυριστά κραμπουκούκια. Επίσης χρειάζονταν και λίγο σιταρίσιο αλεύρι για τα «χριστοκούλουρα» τα πρόσφορα και τη «Χριστόκλουρα». Τ' απόβραδα της παραμονής των Χριστουγέννων οι μύλοι κλείδωναν και ξανάρχιζαν τη δουλειά μετά τις γιορτές.
«Την παραμονή το βράδυ καταφτάνουν οι παγανοί με πρώτο και καλλίτερο τον αρχηγό τους τον κουτσό και σκαρφαλώνουν στο μπουχαρί και στα χατίλια του μύλου. Είναι υποχθόνιοι τρι-σκαταρέοι πόρχονται απ' τον κατ' κόσμο κι είναι επικίνδυνοι για τους ανθρώπους... » μας έλεγε κάποτε ο μπαρμπα Λάμπρος Κάμπας μυλωνάς στο Ρώσση. Και φώναζε τις γυναίκες να συνταρχί-σουν τ' αλέσματα γιατί οι μέρες περνούν. Και χαμένος μέσα στο κατσιλάρι του και τα γουρνοτσάρουχα πόφτιαχναν φωλιές μέσα στο χιόνι έγερνε «στ' Απ-θώματα» κατά το μύλο. Απ' την προ παραμονή του «Χριστού» αρχίζουν οι τρέχουσες δουλειές. Οι γυναίκες στρώνουν τα σπίτια, μ' ότι καλλίτερο έχουν. Όλα: πάντες κεντητές, τζακόπανα, μαξιλαροθήκες δικά τους δημιουργήματα. Ζυμώνουν και ψήνουν τα «Χριστόκλου-ρα» που θα μοιράσουν την άλλη μέρα στα παιδιά που τραγουδούν τα κάλαντα. Επάνω στα κουλούρια βάζουν ένα σταυρό με ζυμάρι (ο σταυρός το σύμβολο της πίστης) και στη μέση του σταυρού ένα βραστό αυγό άβαφο. (Το αυγό είναι σύμβολο της γονιμότητας και απαντάται και σε παραστάσεις σε αγκωνάρια σπιτιών σε πολλά χωριά της Αργιθέας). Την παραμονή «του Χριστού» από νυχτούλια όλα τα παιδιά κάθε χωριού μαζεύονται σε μια παρέα να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Χωμένα μέσα στα κατσιλαράκια τους με τα μάλλινα χειρότια στα χέρια τους και γουρνοτσάρουχα στα ποδάρια τρέχοντας στα στενοσόκακα και δρασκελώντας τις χιονισμένες φράχτες, μπαίνουν όλα μαζί στις αυλές κι αρχίζουν το τραγούδι.
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου
εβγάτε για να μάθετε
όπουΧριστός γεννιέται...".
Και δεν λένε μόνο το τραγούδι αυτό για να μας πληροφορήσουν για το μεγάλο γεγονός που έρχεται. Στα στόματα των μικρών αυτών παιδιών μπαίνουν με τραγούδια οι πόθοι και οι προσδοκίες για το «γενοβόλημα» της στάνης της προκοπής των σπιτιών, της καλής σποράς, της καλής τύχης για τα αγόρια και κορίτσια που είναι «στον καιρό τους» ακόμα και των μικρών παιδιών της οικογένειας.
Οι άντρες την ίδια μέρα σφάζουν τα γουρούνια. Ξεχιονίζουν τις αυλές κρατούν δυο τρεις το γουρούνι κι ο πιο επιδέξιος δίνει την τελειωτική μαχαιριά. Αφού το γδάρουν το σηκώνουν και το κρεμούν σε μια «γρεντιά» ή «φούρκα». Μετά βάζουν επάνω σε λίγα κάρβουνα θυμίαμα και θυμιατίζουν το «σφάγιο». Δίπλα στο θυμίαμα βάζουν κι ένα ξερό κρεμμύδι «για να μην αντέν». Ακόμα μπήγουν στο «σφάγιο» ένα πιρούνι (σιδερικό) κι ανάβουν κάτω απ' αυτό μικρές φωτιές. Πιστεύουν πως το θυμίαμα, το κρεμμύδι, το σιδερικό κι οι φωτιές εμποδίζουν τους παγανούς να φάνε το γουρούνι. Σημειώνουμε ακόμα ότι το γουρούνι το ξεπαστώνουν του Αγίου Στεφάνου. Τότε φτιάχνουν και τις σου-φλιμάδες και τις τιγανιές. Τα Χριστούγεννα δεν τρώνε χοιρινό. Το απόγευμα της παραμονής οι γυναίκες ξεβγαίνουν στο λόγγο και γυρίζοντας φέρνουν ζα-λίκια από μαλόκεδρο κι αγροσιραψιά (α-γριοκερασιά). Τις χλωρασιές αυτές τις βάζουν αργότερα στη Χριστουγεννιάτικη φωτιά. Με το σούρουπο όλοι στο σπίτι λούζονται κι είναι έτοιμοι για την άλλη μέρα. Το λούσιμο απαγορεύεται τις μέρες του Δωδεκαήμερου εκτός απ' το βράδυ της πρωτοχρονιάς όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω. Κι αυτό συνδ εεται με το γεγονός της κακής επέμβασης των παγανών που γέμιζαν τον τόπο τις μέρες αυτές. Οι γυναίκες πηγαίναν και τα πρόσφορα στην εκκλησιά. Όταν σουρουπώσει καλά σ' όλα τα σπίτια ανάβουν τη χριστουγεννιάτικη φωτιά. Στη μέση βάζουν ένα μεγάλο κούτσουρο γύρω-γύρω άλλα ξερά ξύλα κι απάνω πετάνε τις χλωρασιές που αναφέραμε προηγουμένως. Η φωτιά αυτή θα καίει ως τα ξημερώματα «του Σταυρού». Χλωρασιές ρίχνουν στη φωτιά επί τρεις βραδυές να «πιτσιλίζουν» φωνάζουν όλοι μαζί οι σπιτικοί:
Αρνιά κατσίκια - Αρνιά κατσίκια.
Η φωτιά είναι ένα πανάρχαιο έθιμο, με παρά πολλούς συμβολισμούς πέρα απ' το ότι οι σπιτικοί την ανάβουν για να ζεστάνουν το νεογέννητο Χριστό. Πιστεύουν ακόμα ότι η φωτιά εμποδίζει την είσοδο στο σπίτι του «κουτσού» και των άλλων παγανών που αυτή τη βρα-δυά καταφτάνουν, κι ετοιμάζονται να μπουν απ' το μπουχαρή στο σπίτι.
Όταν σημαίνει η καμπάνα το χαρμόσυνο άγγελμα της Γέννησης όλοι οι χωριανοί με τα κεριά στα χέρια διασχίζουν τους χιονισμένους δρόμους που οδηγούν στην εκκλησιά. Με κατάνυξη παρακολουθούν τη θεία λειτουργία. Ακούνε το αδέξιο αλλά τόσο ανθρώπινο κήρυγμα του παπά και σαν «απολύσει» η εκκλησιά χαιρετιούνται και γυρίζουν στα σπίτια τους. Στο γυρισμό κόβουν χλωρά πουρνάρια και κλωνάρια μπάτσας. Φτάνοντας στο σπίτι τα ρίχνουν στη φωτιά που καίει αδιάκοπα και λένε: Αρνιά - κατσίκια, νύφες, γαμπρούς... και τους στίχους
μέσα γειά μέσα χαρά - μέσα όλα τα καλά
μέσα λίρες και φλουριά - και για όλη τη χρονιά.
Έξω γέροι έξω γριές - έξω τα κακά τα λοϊα.
(Προφανώς όταν λένε έξω γέροι έξω γριές δεν εννοούν να διώξουν από το σπίτι τους γέροντες, αλλά τη γερο-ντίστικη ζωή και να την αντικαταστήσουν με σφύζουσα νεανική ζωή).
Ιδιαίτερη σημασία έχει για τους Αρ-γιθεάτες ποιος θα τους έκανε ποδαρικό τη μέρα «του Χριστού». Μεγάλη τύχη θεωρούν το ποδαρικό ενός αγοριού και γρουσουζιά το ποδαρικό ενός κοριτσιού. Έντονη σε πολλές εκδηλώσεις η ανδροκρατία...
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι αποτελούνταν από βραστή κότα, πίττα, τυρί, γιαούρτι και «Χριστοκλούρα». Υπήρχαν (όπως και σήμερα) οικογένειες φτωχικές που δεν είχαν ούτε ψωμί για τις γιορτές. Αυτές όλο το χωριό τους βοηθούσε και τους βοηθά με προσφορές των άλλων να περάσουν τις γιορτές κάπως ανθρώπινα. Το απόγευμα πηγαίνουν «χρόνια πολλά» στους γιορτάζο-ντες. Εκεί γλεντούν τραγουδούν και χορεύουν ως την άλλη μέρα το πρωί.
Το πρωί πηγαίνουν στην εκκλησία και σηκώνουν τα υψώματα. Μετά ετοιμάζουν και ψήνουν τη βασιλόπιττα.Μέσα βάζουν και κέρματα, κλωνιά τριφύλλι, ρίγανη κ.λ.π. κι όποιος πετύχει κάτι απ' αυτά στο κομμάτι της πίττας που θα φάει θεωρείται ότι τον τρέχουν τα χρήματα ή τα ζώα ή τα μελίσσια κλπ. Τα παληά χρόνια που η φτώχεια έδερνε τους κατοίκους της Αργιθέας αντί για βα-σιλόπιττα έφτιαχναν μπουκουβάλλα. Η μπουκοβάλλα είναι τριμμένο ψωμί μέσα σε καμμένο βούτυρο ή λάδι. Μάλιστα στα κάτω χωριά της Αργιθέας επικρατούσε κι ο μύθος «... κι όπ' εχ' κι όπ' δεν έχει μπουκουβάλλα σήμερα...».
Μετά το μεσημεριάτικο τραπέζι που αποτελείται από κρέατα, τυριά και τη βασιλόπιττα, οι γυναίκες ξεβγαίνουν στο λόγγο. Μαζεύουν λίγα ξύλα και τα κουβαλούν στο σπίτι για να «...βασιλέψουν την τριχιά» όπως έλεγαν. Επίσης μπάλωναν λίγο για να βασιλέψουν το βελόνι. Εφτιαχναν πίττα να.. βασιλέψουν το πετρόβεργο (βασιλεύω κάτι σημαίνει το κάνω άξιο).
Το απόγευμα πηγαίνουν «χρόνια πολλά» στους γιορτάζοντες κουραμπιέδες, μπακλαβάδες μ' Αργιθεάτικα καρύδια κερνούν τους μεγάλους και λουκούμια τα μικρά παιδιά. Τσίπουρο και κρασί που το φέρνουν οι μεταπράτες μέσα στα κρασοτόμαρα απ' τη Ζιλενί-τσα και το Χορίγκοβο. Πάλι γλέντια στα εχούμενα σπίτια ως το πρωί: Κι οι μερακλήδες πάντοτε πρώτοι στο χορό και στο τραγούδι. Μπορεί να τραγουδούν και να χορεύουν ως την άλλη μέρα το πρωί.
Περνάει κι η πρωτοχρονιά. Το χιόνι όσο πάει κι αυξάνει. Τα γιδοπρόβατα, τα γελαδικά μέσα στα κατοϊα και τις στρούγκες, τα μικρά κατσικάκια και τ' αρνάκια στους τσάρχους συμμαζωμένα το ένα απάνω στο άλλο να ζεσταίνονται. Τα κούτσουρα τριζοβολούν στα τζάκια. Οι άντρες κόβουν «ντορό» ως τη βρύση (να μπορούν να περάσουν οι γυναίκες) και γύρω-γύρω στη γειτονιά. Παίρνουν κανένα χρειαζούμενο απ' τα μικρομάγαζα και πάλι σπίτι. Ετσι συνεχίζεται κι εκεί επάνω... η ζωή και φτάνουμε στη μέρα «του Σταυρού» Παραμονή των Φώτων.
Τα μεγάλα αγόρια και οι άντρες ντύνονται «καρκατζούλια» φορούν παλιά ρούχα, προσωπίδες, βάζουν δέρματα από πάνω, σακάκια παληά ανάποδα, κρεμούν κουδούνια έναν τον ντύνουν γριά με τη ρόκα που γνέθει κι ακόμα στολίζουν έναν νύφη και ένα γαμπρό.Γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι με «κο-σιές» και «δερπάνια» στα χέρια φοβερίζοντας όποιον βρουν μπροστά τους. Έχουν μαζί τους ακόμα και μια σακούλα με στάχτη και σε κάθε σπιτικό που πηγαίνουν ρίχνουν κι από λίγη. Οι νοι-κοκυρέοι μόλις τους βλέπουν στην αυλή τους να χοροπηδούν τους δίνουν, χρήματα, λουκάνικα, κρέας, λίπα, τσιγαρί-δες. Τα «καρκαντζούλια» ευχαριστούν λένε «και τ' χρόν» και φεύγουν.Την ίδια μέρα απ' το πρωί οι γυναίκες μαζεύουν τη στάχτη απ' τη χριστουγεννιάτικη φωτιά που έκαιγε μέχρι τότε κι ετοιμάζουν το σπίτι περιμένοντας τον παπά. Σε λίγο έρχεται κι ο παπάς με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του και... «κυνηγάει τα παγανά» απ' το σπίτι.Οι σπιτικοί κρατούν και λίγο αγίασμα απ' το μπακράτσι του παπά.
Λένε ότι οι παγανοί που επί τόσες μέρες βρίσκονται επάνω στη γη φεύγουν πανικόβλητοι για να γυρίσουν πάλι στον κάτω κόσμο και να ξαναβγούν την άλλη χρονιά
φεύγεστε να φύβγουμε
κι έργεται ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Η στάχτη που ρίχνουν τα καρκαν-τζούλια όσο κι αυτή που μαζεύουν οι νοικοκυρές πιστεύεται ότι έχει ευεργετική επίδραση αφού είναι από τη στάχτη της χριστουγεννιάτικης φωτιάς που ζέστανε το Χριστό. Γι' αυτό και οι νοικο-κυρέοι ραντίζουν με στάχτη και αγίασμ-α τα σπαρτά τους και τους αχερώνες τη μέρα «του Σταυρού».Το μάζωμα ακόμα της στάχτης σημαίνει ότι φτάνουμε πλέον στο τέλοςτων γιορταστικών εκδηλώσεων του Δωδεκαήμερου. Τη μέρα των Φώτων όλοι πηγαίνουν στην εκκλησιά. Μαζί τους φέρνουν νερό για αγίασμα, μια σακουλίτσα αλάτι και μικρές κλούρες. Όλα αυτά αγιάζονται στην εκκλησία και μετά πηγαίνόυν και τα δίνουν στα ζώα τους.Οι γυναίκες ξεβγαίνουν πάλι στο λόγγονα φωτίσουν την τριχιά και το τσεκούρι,ψευτομπαλώνουν για να φωτίσουν το βελόνι, φτιάχνουν πίτες να φωτίσουν το πετρόβεργο και άλλα. Το απόγευμα ως το βράδυ διάπλατα ανοιχτά με αργιθεάτικη φιλοξενία τα σπίτια των «εορταζόντων» να υποδεχτούν τους συγχωριανούς. Πάλι χαρές γλέντια τραγούδια όλη τη νύχτα. Και σαν γλυκοχαράζει στις βουνοκορφές της Αργιθέας η μέρα τ' Αϊ Γιαννιού οι νοικοκυρές αδειάζουν το παλιό νερό τ' αντικαθιστούν με φρέσκο κι όλοι ετοιμάζονται να πουν αναμεταξύ τους την ευχή «και τ' χρόν καλλίτερα».
Αυτό είναι το γιορταστικό Δωδεκαήμερο στην Αργιθέα την περιοχή που ήταν γιομάτη ζωή και τώρα όσο πάει κι ερημώνεται.